αλωνάκι

αλωνάκι
το [αλώνι]
1. μικρό αλώνι
2. μικρός επίπεδος χώρος σε κατηφοριά ή στο μέσον μιας σκάλας
3. (Λαογρ.) ονομασία διαφόρων ομαδικών παιχνιδιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Karlovasi — Καρλόβασι …   Deutsch Wikipedia

  • Karlovassi — Gemeinde Karlovasi Δήμος Καρλοβασίων DEC …   Deutsch Wikipedia

  • αλώνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαύρου. * * * το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν) (νεοελλ. μσν.) 1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”